χηλοειδής

χηλοειδής
ης, ες похожий на копыто

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χηλοειδής" в других словарях:

  • χηλοειδής — ές, Ν 1. όμοιος με χηλή 2. το ουδ. ως ουσ. το χηλοειδές ιατρ. υπερτροφική ουλή τού δέρματος, με ογκοειδή όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή + ειδής*. Ως όρος τής ιατρ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. cheloide] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»